- οπή
- η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά)άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπανεοελλ.1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη αγωγιμότητας2. φρ. «μελανή οπή» ή «μαύρη οπή»αστρον. ουράνιο αντικείμενο στο οποίο η πυκνότητα τής ύλης είναι τόσο μεγάλη ώστε το ισχυρότατο βαρυτικό πεδίο του δεν επιτρέπει να διαφύγει από αυτό κανενός είδους ακτινοβολία και το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί την τελική φάση στην εξέλιξη ενός μεγάλου αστέρα που έχει εξαντλήσει τελείως τις πηγές θερμοπυρηνικής ενέργειάς τουαρχ.1. η καπνοδόχος2. παράθυρο, φεγγίτης3. όραση4. στον πληθ. αι οπαίαρχιτ. ανοίγματα στο επιστύλιο τα οποία χρησίμευαν για την υποδοχή τών άκρων τών δοκών5. ποντικότρυπα6. άνοιγμα πάνω στη γη7. φυσικό άνοιγμα τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα okw- «βλέπω» (βλ. και λ. όπωπα). Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη τής λ. από τη σημ. «όραση» στη σημ. «άνοιγμα απ' το οποίο βλέπει κανείς, τρύπα». Η λ. ὀπή απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ωπός στις λ. εὐρ-ωπός, πολυ-ωπός, στεν-ωπός με έκταση λόγω συνθέσεως. Τα σύνθ. αυτά διακρίνονται από τα σύνθ. σε -ωπός < ὄψ, ὄπωπα. Τέλος, η λ. απαντά ως β' συνθετικό χωρίς έκταση στις λ. δι-όπη, ἐν-όπη, βορβορ-όπη, μετ-όπη].
Dictionary of Greek. 2013.